προκελευσματικός

προκελευσματικός
προκελευσματικός (sc. πούς), ,
A proceleusmatic, a foot consisting of four short syllables, Heph.3.3 (-κελευμ- cod. Ambr.); π. ἁπλοῦς ([pron. full] ?προκελευσματικόςX?προκελευσματικόςX), διπλοῦς ([pron. full] ?προκελευσματικόςX?προκελευσματικόςX?προκελευσματικόςX?προκελευσματικόςX), Aristid. Quint.1.15: -κόν (with or without μέτρον), τό, Heph.8.1, D.L.6.79;

π. ῥυθμοί D.H.7.72

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προκελευσματικός — proceleusmatic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκελευσματικός — ή, ό / προκελευσματικός, ή, όν, ΝΑ [προκελεύω] 1. παρορμητικός, προτρεπτικός 2. φρ. «προκελευσματικός πους» (μετρ.) ο πόδας που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβές αρχ. (μετρ.) φρ. α) «προκελευσματικὸς διπλοῡς» ο πόδας που αποτελείται από …   Dictionary of Greek

  • προκελευσματικοῖς — προκελευσματικός proceleusmatic masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκελευσματικοῦ — προκελευσματικός proceleusmatic masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκελευσματικούς — προκελευσματικός proceleusmatic masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκελευσματικῶν — προκελευσματικός proceleusmatic masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκελευσματικῷ — προκελευσματικός proceleusmatic masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκελευσματικόν — προκελευσματικός proceleusmatic masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • прокелевзматик — ПРОКЕЛЕВЗМА´ТИК (греч. προκελευσματικός, от προκελεύω погоняю вперед) см. дипиррихий …   Поэтический словарь

  • proceleusmático — ► sustantivo masculino POESÍA Pie de la poesía griega y latina, formado por dos pirriquios. * * * proceleusmático (del lat. «proceleusmatĭcus pes», del gr. «prokeleusmatikós») m. Métr. *Pie de la poesía griega y latina compuesto de dos pirriquios …   Enciclopedia Universal

  • τετράβραχυς — άχεος, ὁ, ΜΑ μετρικός πους που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβές, αλλ. προκελευσματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βραχύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”