προκελευσματικός — proceleusmatic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκελευσματικός — ή, ό / προκελευσματικός, ή, όν, ΝΑ [προκελεύω] 1. παρορμητικός, προτρεπτικός 2. φρ. «προκελευσματικός πους» (μετρ.) ο πόδας που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβές αρχ. (μετρ.) φρ. α) «προκελευσματικὸς διπλοῡς» ο πόδας που αποτελείται από … Dictionary of Greek
προκελευσματικοῖς — προκελευσματικός proceleusmatic masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκελευσματικοῦ — προκελευσματικός proceleusmatic masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκελευσματικούς — προκελευσματικός proceleusmatic masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκελευσματικῶν — προκελευσματικός proceleusmatic masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκελευσματικῷ — προκελευσματικός proceleusmatic masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκελευσματικόν — προκελευσματικός proceleusmatic masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
прокелевзматик — ПРОКЕЛЕВЗМА´ТИК (греч. προκελευσματικός, от προκελεύω погоняю вперед) см. дипиррихий … Поэтический словарь
proceleusmático — ► sustantivo masculino POESÍA Pie de la poesía griega y latina, formado por dos pirriquios. * * * proceleusmático (del lat. «proceleusmatĭcus pes», del gr. «prokeleusmatikós») m. Métr. *Pie de la poesía griega y latina compuesto de dos pirriquios … Enciclopedia Universal
τετράβραχυς — άχεος, ὁ, ΜΑ μετρικός πους που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβές, αλλ. προκελευσματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βραχύς] … Dictionary of Greek